Στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ του Χιλιομοδίου και της Κλένιας Κορινθίας, κυριότερη πολίχνη ήταν η αρχαία Τενέα.
Κατά τον Βιργίλιο η Τενέα και η Ρώμη ιδρύθηκαν από Τρώες φυγάδες μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Τενέας ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο και εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών. Η Τενέα ήταν τόπος προνομιούχος, με εύφορη πεδιάδα αλλά και στρατηγική θέση, δεδομένου ότι από αυτήν διέρχονταν η Κοντοπορεία, η συντομότερη οδός που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Άργος. µέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το 734/33 η Τενέα συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών από τους Κορινθίους. Κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους η Τενέα ήταν η μοναδική πόλη που διασώθηκε λόγω της κοινής μυθικής καταγωγής των Τενεατών με τους Ρωμαίους. Στη Τρωική καταγωγή ανάγεται και η αιτία που στη Τενέα τιμούσαν πιο πολύ από όλους τους θεούς τον Απόλλωνα.
Για πολλές δεκαετίες ο κούρος του Μονάχου ήταν το μοναδικό τεκμήριο του μεγαλείου που έκρυβε η Τενεατική γη, καθώς είχαν εντοπιστεί μόνον σποραδικά κατάλοιπα της πόλης στη περιοχή μεταξύ Χιλιομοδίου και Κλένιας. Πολύ αργότερα το 1984 η γραπτή πώρινη σαρκοφάγος που εντοπίστηκε στην περιοχή «Καμαρέτα-Φανερωμένη», καθώς και οι δύο κούροι που κατασχέθηκαν από το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Αθήνας το 2010 στην περιοχή της Κλένιας, έπειτα από στενή συνεργασία με την Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτισμικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτέλεσαν μάρτυρες της ακμάζουσας αλλά και ανεξερεύνητης αυτής πόλης.
Η σαρκοφάγος του Χιλιομοδίου είναι πώρινη μονολιθική και στο εσωτερικό της περιέκλειε πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή. Η εσωτερική πλευρά της καλυπτήριας πλάκας της φέρει γραπτή σύνθεση από δύο αντωπούς λέοντες και ανθέμιο στο κέντρο. Πρόκειται για μοναδικό δείγμα μεγάλης ζωγραφικής ad secco τεχνοτροπίας σε πώρινο μνημειακό τάφο αρχαϊκών χρόνων.
Οι Κούροι της Κλένιας αποτελούν σύνταγμα δύο γλυπτών κατασκευασμένα από χονδρόκκοκο νησιώτικο μάρμαρο, η τεχνοτροπία των οποίων, το μέγεθος και η ποιότητα κατασκευής τους κατατάσσει χρονολογικά στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., στον απόηχο δηλαδή της πρώιμης κορινθιακής τέχνης. Αποτελούν σημαντικότατα και μοναδικά δείγματα κορινθιακού εργαστηρίου της εποχής εκείνης, δίχως να εντοπίζονται άλλα παράλληλά τους, προσδίδοντας νέα στοιχεία στην αρχαϊκή ελληνική πλαστική.
Τα ανωτέρω ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου.
Το 2013 υπό τη διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα, ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφική έρευνα στη θέση «Καμαρέτα-Φανερωμένη» και ευρείας έκτασης επιφανειακή έρευνα στη περιοχή. Περιμετρικά της ταφής του 1984 εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ. έως και τον 3ο αι. π.Χ. Οι μνημειακές ταφές, που αποκαλύφθηκαν και η διαχρονική χρήση του χώρου για ενταφιασμούς, καταδεικνύουν την χωροθέτηση ενός νεκροταφείου επιφανών πολιτών, στα χρόνια ακμής της Τενεατικής πόλης. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει μια παιδική πώρινη σαρκοφάγος εξωτερικά της οποίας εντοπίστηκαν 48 αγγεία, εκ των οποίων 2 χάλκινες φιάλες. Τόσο τα ίχνη καύσης που βρέθηκαν στο χώρο όσο και τα συνοδά ευρήματα παραπέμπουν σε ταφικές τελετουργίες κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού.
Το 2015 στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική διερεύνηση στον οικιστικό χώρο του Χιλιομοδίου και συγκεκριμένα στη θέση «λίμνη – νταμάρια». Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φώς τμήμα αρχαίας οδού, με κατεύθυνση από νότια προς βορειοδυτικά, η οποία αποκαλύφθηκε σε μήκος 36,60μ. Η έκταση που καταλαμβάνει η αρχαία οδός και η οποία δείχνει να επεκτείνεται και στα δύο άκρα της αλλά και η διαχρονική χρήση της, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια κεντρική αρτηρία της πόλης της αρχαίας Τενέας.
Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου του 2016 και σε κοντινή απόσταση με το τμήμα της ανεσκαμμένης οδού, αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά in situ οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στην δραστηριότητα της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν εξ’ αυτόν εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Επιπρόσθετα στον ανεσκαμμένο χώρο μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.
Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο πιθανότατα αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος ταφικών μνημείων στις παρυφές της πόλης.
Συγκεκριμένα πρόκειται για δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο, συνολικών διαστάσεων 10,40m Χ 5,72m,με προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και με είσοδο στα δυτικά, το οποίο με βάση τα ευρήματα στο εσωτερικό του χρονολογείται στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η περίοδος χρήσης του φτάνει στον 4ο αι. μ.Χ.
Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρείς πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και ενταφιασμοί παιδικών ταφών. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή επενδεδυμένη με κονίαμα τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων. Οι ταφές αφορούν σε ενταφιασμούς αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α. Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι ταφές εμπεριέχουν παιδικούς ενταφιασμούς πλούσια κτερισμένους με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α.
Το ερευνητικό πρόγραμμα της Τενέας συνεχίζεται με τη συμμετοχή διακεκριμένων ελλήνων και ξένων επιστημόνων αλλά και φοιτητών από ελληνικά και ξένα Πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Κείμενο: Δρ. Έλενα Κόρκα